- εικονικότητα
- η1. η ιδιότητα τού εικονικού, η πλασματική υπόσταση2. φρ. «εικονική δικαιοπραξία» — εκούσια διάσταση δηλώσεως και βουλήσεως σε δικαιοπραξία.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
εικονικότητα — η ψεύτικη και πλασματική υπόσταση, φαινομενικότητα, πλασματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πώληση — (Νομ.). Αμφοτεροβαρής ενοχική σύμβαση (ενοχή) που αποβλέπει στη μεταβίβαση της κυριότητας κινητού ή ακίνητου πράγματος ή δικαιώματος από ένα πρόσωπο (πωλητή) σε ένα άλλο (αγοραστή) αντί καταβολής ενός χρηματικού, κατά κύριο τουλάχιστον λόγο,… … Dictionary of Greek
υποβολή — (από το ρήμα υποβάλλω, βάζω κάτω από άλλον, βάζω κάτι στην κρίση ανωτέρου μου, υπαγορεύω κάτι, εξαναγκάζω κάποιον να υποστεί την επιρροή μου). Υ. υπάρχει όταν προτείνουμε ή εισηγούμαστε μια ιδέα ή μια πράξη σε άλλον. Στο θέατρο λέγεται η… … Dictionary of Greek
υποβολή — η 1. το να υποβάλλει κανείς κάτι στην κρίση ή έγκριση άλλου: Υποβολή αίτησης. 2. ηθική επιρροή στο πνεύμα ατόμου, έμπνευση ή επιβολή ιδέας ή πράξης σε άτομο που βρίσκεται σε εγρήγορση ή είναι υπνωτισμένο: Θεραπεία αρρώστιας με υποβολή. 3. (νομ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φαινομενικότητα — η 1. το να είναι κάτι φαινομενικό (επιφανειακό), η εξωτερικότητα. 2. εικονικότητα, πλασματικότητα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)